- ἀλοίω
- ἀλοάωtreadpres subj act 1st sg (epic doric ionic)ἀλοάωtreadpres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλοίω — ἀλοίω και ἀλοιῶ ( άω) (Α) βλ. ἀλοῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τύπος αντί του ἀλοῶ*. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀλοιητήρ] … Dictionary of Greek
ἀλοιῶ — ἀ̱λοιῶ , ἀλοάω tread imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀλοάω tread pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) ἀλοάω tread pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀλοάω tread pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλοάω tread… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιητήρ — ἀλοιητήρ ( ῆρος), ο (AM) αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.) 2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες οι γομφίοι, οι τραπεζίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ρ. ἀλοῶ] … Dictionary of Greek
μητραλοίας — ο (ΑΜ μητραλοίας, Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και μητρολώας, Α και μητρολῴας και μητρολώας) αυτός που φονεύει τη μητέρα του, ο μητροκτόνος («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ μητραλοίας κατά τὸν Πυριφλεγέθοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός +… … Dictionary of Greek
πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… … Dictionary of Greek